Προ μερικών ετών πρωτοφανής ένταση επικράτησε στις σχέσεις της Ελληνικής Εκκλησίας με αιτία τις Μητροπόλεις των «Νέων Χωρών». Τότε ασχοληθήκαμε εκτενώς με το θέμα.
Η ένταση εκείνη εκτονώθηκε με πλήρη υποχώρηση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος και προφανή ήττα του τότε αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου. Υποθέτω, κατόπιν δραστικής παρέμβασης της ελληνικής κυβέρνησης. Οι σχέσεις βλέπετε με το Φανάρι, ακριβώς λόγω της θέσης του τελευταίου δεν είναι άμοιρες πολιτικών σκοπιμοτήτων και συνεπειών. Δεν είναι καθαρά εκκλησιαστικές. Οι ελληνικές κυβερνήσεις αισθάνονται εθνική υποχρέωση να υπερασπίζονται σε κάθε περίπτωση το Πατριαρχείο, ενώ το τελευταίο, εγκλωβισμένο στην ιστορικότητά του και στην εναπομείνασα νησίδα του, περιβαλλόμενο από μουσουλμανικό ωκεανό αναζητεί στηρίγματα ακόμη και σε βάρος της ανεξάρτητης και Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος.
Το Φανάρι δεν αρκέσθηκε σε εκείνη τη διευθέτηση παρ’ όλο ότι περιείχε σχεδόν πλήρη επικράτηση των θέσεών του. Επιδίωξε και πέτυχε την επανάληψη και την επικύρωση κατά την τελευταία επίσκεψη του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου στο Φανάρι. Εκεί ελέχθησαν πράγματα ανιστόρητα και πρωτοφανή.
Κανείς δεν εδώρησε και δεν παρεχώρησε την αυτοκέφαλη ανεξαρτησία στην Εκκλησία της Ελλάδος. Είναι κατάκτηση του επαναστατημένου έθνους ταυτόχρονη και ταυτόσημη με την εθνική ανεξαρτησία. Πριν από την Επανάσταση του 1821 η Ελλάδα ήταν επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και εκκλησιαστική επαρχία του Πατριαρχείου. Η χειροτονία επισκόπου, ιερέως και διακόνου έπρεπε να έχει τη συγκατάθεση και την ευλογία του Πατριαρχείου.
Από τις πρώτες μέρες της Επανάστασης, όπως ήταν φυσικό διεκόπη κάθε σχέση με την Αυτοκρατορία και με το Πατριαρχείο. Στην αντίληψη του Σουλτάνου το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν θεσμός της Αυτοκρατορίας και ο Πατριάρχης υψηλόβαθμος υπάλληλός της, τον οποίο ο μονάρχης ουσιαστικά διόριζε και απέλυε. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον απαγχονισθέντα Γρηγόριο Ε΄ τον διαθέχθηκαν ο ένας μετά τον άλλο τρεις Πατριάρχες σε χρονικό διάστημα 5-6 ετών. Αποκαθηλώθηκαν και οι τρεις επειδή ακριβώς δεν ήταν επαρκείς και αποτελεσματικοί στην κύρια αποστολή τους, την κατάπνιξη της Επανάστασης. Η διακοπή κάθε σχέσης με το Πατριαρχείο απέρρεε από την ίδια την Επανάσταση και από τον κεντρικό σκοπό της, τη συγκρότηση ανεξάρτητου εθνικού κράτους.
Αλλά γενικότερα, η συγκρότηση εθνικών κρατών και η αποδέσμευση των εθνικών Εκκλησιών από υπερεθνικά εκκλησιαστικά κέντρα ήταν κυρίαρχες τάσεις του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα και συνοδεύτηκαν από πολέμους και αιματοχυσίες. Ιδιαίτερα στα Βαλκάνια, όπου οι τάσεις αυτές περνούσαν μέσα από την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού και αναγκαστικά μέσα από την ανεξαρτησία απέναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ολα τα εθνικά κράτη των Βαλκανίων συνοδεύονται από ανεξάρτητες και αυτοκέφαλες εθνικές Εκκλησίες.
Τα χρόνια μετά την Επανάσταση και τα πρώτα βήματα συγκρότησης εθνικού κράτους σημαδεύονται από τη μεγάλη συζήτηση μεταξύ του Θεόκλητου Φαρμακίδη, υποστηρικτού της αυτοκεφαλίας και του Οικονόμου εξ Οικονόμων υπέρ της υπαγωγής στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η συζήτηση ήταν δημόσια και κράτησε περίπου τριάντα χρόνια. Νομίζω ότι εκείνη η συζήτηση μαζί με την άλλη, την πολύ μεγάλη για τη γλώσσα περί το τέλος του 19ου αιώνα είναι οι δύο μεγάλες ιδεολογικές και πολιτικές συζητήσεις. Δεν επρόκειτο μόνο για την Εκκλησία και τη γλώσσα. Πίσω από αυτές διαμορφώθηκαν τα μέτωπα και οι αντιθέσεις για τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο του νεοσύστατου κράτους και της νεοσύστατης κοινωνίας.
Η αυτοκεφαλία δεν δωρήθηκε από κανέναν και κανείς δεν μπορεί να την αφαιρέσει. Ο περίφημος Πατριαρχικός Τόμος του 1850, με τον οποίο παραχωρήθηκε η αυτοκεφαλία ήταν η ανάγκη που έγινε φιλοτιμία. Σημειώθηκε, άλλωστε, μετά την αναγνώριση του ελληνικού κράτους από την Αυτοκρατορία. Η ανεξαρτησία της Εκκλησίας της Ελλάδος συνοδεύει το ανεξάρτητο εθνικό κράτος και εκτείνεται λογικά και φυσιολογικά σε όλη την επικράτειά του, οποτεδήποτε και αν κατακτήθηκε. Αποτελεί λογικό παράδοξο η εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Εκκλησίας της Κρήτης και της Δωδεκανήσου και πολύ περισσότερο των μητροπόλεων των λεγομένων «Νέων Χωρών».
(Από την Καθημερινή. Κυριακή, 8 Ιουνίου 2008)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου